Του Πέτρου Παπακαλού*
Κάθε μέρα οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με επικίνδυνες χημικές ουσίες είτε υπό τη μορφή παρασκευασμάτων είτε απευθείας με αυτές. Αυτό λαμβάνει χώρα τόσο στην εργασία τους όσο στην εν γένει καθημερινή ζωή. Σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Κύπρου [1], σε ολόκληρο τον πλανήτη υπολογίζεται ότι χρησιμοποιούνται περισσότερες από 4,5 με 5 εκατομμύρια χημικές ουσίες, εκ των οποίων οι 100.000 είναι ανόργανες, αυξανόμενες ετησίως κατά χίλιες.
Οι γνώσεις μας αναφορικά με τις επιδράσεις αυτών των ουσιών παραμένουν ελάχιστες καθώς επιβεβαιωμένα ή μέσω ενδείξεων έχουμε εικόνα για περίπου 100.000 – 120.000 από αυτές.
Επίσης γνωρίζουμε ότι 20.000–25.000 είναι τοξικές, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι για το σχεδόν 97% των χρησιμοποιούμενων χημικών ουσιών του πλανήτη δεν έχουμε καμία εικόνα σχετικά με τις επιδράσεις τους.
Η επικινδυνότητα δεν αφορά μόνο τη χρήση των ουσιών αυτών αλλά και τις διαδικασίες καταστροφής, απομάκρυνσης και καθαρισμού τους.
Όπως γίνεται αντιληπτό, το ζήτημα αναγνώρισης επικίνδυνων ουσιών, λήψης προφυλάξεων και τρόπου αντίδρασης σε περίπτωση διαρροής, πυρκαγιάς ή ατυχήματος, εφόσον εργαζόμαστε με χημικές ουσίες, είναι θέμα ζωής ή θανάτου.
Ο ορισμός της έννοιας του χημικού παράγοντα εμπεριέχει «κάθε χημικό στοιχείο ή ένωση, ελεύθερο ή σε πρόσμειξη, είτε στη φυσική κατάστασή του είτε ως συστατικό προϊόντος παραγωγής, που χρησιμοποιείται ή απελευθερώνεται ακόμα και υπό μορφή αποβλήτων, μέσω οιασδήποτε εργασιακής δραστηριότητας, σκοπίμως ή όχι, ανεξαρτήτως εμπορικής ή μη διάθεσης του».
Ταυτόχρονα ως επικίνδυνοι χημικοί παράγοντες ορίζονται «όλοι οι χημικοί παράγοντες που πληρούν τα κριτήρια κατάταξης ως επικίνδυνες ουσίες σύμφωνα με το παράρτημα VI της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ [2], είτε η ουσία αυτή έχει καταταγεί δυνάμει της εν λόγω οδηγίας είτε όχι, εκτός από τις ουσίες οι οποίες πληρούν μόνο τα κριτήρια κατάταξης ως επικινδύνων για το περιβάλλον. Επίσης οι χημικοί παράγοντες που πληρούν τα κριτήρια κατάταξης ως επικίνδυνο παρασκεύασμα κατά την έννοια της οδηγίας 88/379/ΕΟΚ, (όπως έχει αντικατασταθεί με την οδηγία 99/45/ΕΚ) [3], είτε το παρασκεύασμα αυτό έχει καταταγεί δυνάμει της εν λόγω οδηγίας είτε όχι, εκτός από τα παρασκευάσματα τα οποία πληρούν μόνο τα κριτήρια κατάταξης ως επικινδύνων για το περιβάλλον. Τέλος, ως επικίνδυνος ορίζεται κάθε χημικός παράγοντας που, ενώ δεν πληροί τα κριτήρια κατάταξης ως επικινδύνου σύμφωνα με τα πιο πάνω σημεία, ενδέχεται να συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων λόγω των ιδιοτήτων του.
Πιθανό κίνδυνο μπορεί επίσης να συνιστά ο τρόπος χρήσης ή φύλαξής του στο χώρο εργασίας.
Στην ανωτέρω οδηγία συμπεριλαμβάνεται κάθε χημικός παράγοντας για τον οποίο έχει καθορισθεί οριακή τιμή επαγγελματικής έκθεσης δυνάμει του άρθρου 3 της οδηγίας 98/24/ΕΚ» [4].
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η επικινδυνότητά δεν έγκειται μόνο στις τοξικολογικές ή στις φυσικοχημικές ιδιότητες των χημικών παραγόντων. Η θερμοκρασία, η πίεση, η ικανότητά απορρόφησης ή μετατόπισης του οξυγόνου του ατμοσφαιρικού αέρα και η φυσική τους μορφή κατά τη χρήση ή το χειρισμό τους ορίζονται ως χαρακτηριστικά επικινδυνότητάς.
Παράδειγμα αποτελεί το άζωτο το οποίο ως αδρανές αέριο δεν είναι τοξικό μεν αλλά ασφυξιογόνο λόγω της μετατόπισης οξυγόνου που προκαλεί η παρουσία του.
Η συγκεκριμένη οδηγία ορίζει ως εγγενή κίνδυνο «την εγγενή ιδιότητα ενός χημικού παράγοντα που μπορεί να προξενήσει βλάβη». Ως κίνδυνο εννοούμε «την πιθανότητα, υπό τις προϋποθέσεις, να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα βλάβης του χημικού παράγοντα κατά τη διάρκεια χρήσης του ή έκθεσης σε αυτόν». Με βάση τα ανωτέρω μπούμε να προχωρήσουμε σε αξιολόγηση του κινδύνου βασιζόμενοι σε δύο άξονες: τις επιπτώσεις της βλάβης και την πιθανότητα αυτή να συμβεί. Άρα θα πρέπει να γνωρίζουμε την εγγενή επικινδυνότητα του παράγοντα και τις συνθήκες χρήσης και χειρισμού, όπως αυτές ορίζονται σε συνδυασμό με τα απαραίτητα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα του χώρου εργασίας.
Μόνιμος εγγενής κίνδυνος είναι λοιπόν η παρουσία υδρόθειου στην διαδικασία παραγωγής μια επιχείρησης, το επίπεδο κινδύνου όμως παραμένει πολύ χαμηλό, εφόσον το υδρόθειο είναι συσκευασμένο σε στεγανούς περιέκτες ασφαλείας, η διεργασία είναι κλειστή, έχουν ληφθεί μέτρα σε περίπτωση διαρροής κλπ.
Οι έννοιες της έκθεσης σε χημικούς παράγοντες και του ατυχήματος από χημικούς παράγοντες ως ορισμοί δεν περιέχονται στην οδηγία 98/24/ΕΚ [4]. Συνδέονται όμως άμεσα με τον τρόπο χρήσης των εννοιών βλάβης και εγγενούς κινδύνου ως προς την εφαρμογή κατευθυντήριων γραμμών προστασίας και πρόληψης. Ως έκθεση σε χημικούς παράγοντες ορίζεται «κάθε κατάσταση εργασίας, η οποία χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός χημικού παράγοντα και την επαφή αυτού με τον εργαζόμενο, συνήθως μέσω του δέρματος ή της εισπνοής».
Ως ατύχημα με χημικούς παράγοντες ορίζεται «κάθε μη φυσιολογικό γεγονός που συμβαίνει με αιφνίδιο και απροσδόκητο τρόπο κατά τη διάρκεια της εργασίας και που προκαλεί απότομη έκθεση των εργαζομένων σε χημικούς παράγοντες ή στην ενέργεια που εκλύεται από αυτούς». Από τα ανωτέρω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ευρεία χρήση χημικών ουσιών στις βιομηχανικές εφαρμογές σε συνδυασμό με τις συνέπειες ενός ατυχήματος που θα προκαλέσει διαρροή τους, επιβάλλει την έγκαιρη και έγκυρη ανίχνευση αυτών των διαρροών ώστε να υπάρξει άμεση αντίδραση.
*Ο κ. Παπακαλός Πέτρος είναι διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός
Sales Specialist – Project Manager στην εταιρία Draeger Hellas S.A.
Διαβάστε όλη την διπλωματική εργασία πατώντας εδώ για ανάκτηση του αρχείου σε μορφή PDF