14/7/2012
Ο προσδιορισμός «άγρια πυρκαγιά» (wildfire) κάποτε ήταν συνώνυμο με το «ελληνική πυρκαγιά» σήμερα αναφέρεται σε κάθε μεγάλη ή καταστροφική πυρκαγιά. Αυτού του είδους η πυρκαγιά αποκτά ανάλογα με το τι βλάστηση καίγεται και σε ποιο μέρος του κόσμου εκδηλώνεται διαφορετικό όνομα όπως δασική, χόρτο – λιβαδική, τύρφης, βοσκοτόπων, σαβάνας, κλπ.
Οι στρατηγικές πρόληψης – ανίχνευσης – αντιμετώπισης αυτών των πυρκαγιών αλλάζουν με τα χρόνια και οι ανά τον κόσμο ειδικοί στην αντιμετώπισή τους ενθαρρύνουν την προσπάθεια ανάπτυξης νέων μεθόδων και τεχνολογιών. Μία από τις μεθόδους με τις πλέον αντικρουόμενες απόψεις είναι η «ελεγχόμενη καύση» περιοχών ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες εκδήλωσης «άγριας πυρκαγιάς».
Αυτές οι πυρκαγιές παρά το μέγεθός τους δεν είναι πάντα όσο καταστροφικές τις θεωρούμε διότι σε ορισμένες περιπτώσεις δίνουν την ευκαιρία στη φύση να αναζωογονήσει τη βλάστηση, γίνονται όμως καταστρεπτικές με απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών στις ζώνες μίξης οικισμών – δασών δηλαδή στα σημεία όπου η ανθρώπινη δραστηριότητα «σπρώχνει» το φυσικό περιβάλλον.
Μπορεί να θεωρούνται άγριες πυρκαγιές αυτές που κατακαίουν εκτάσεις από 0,4 έως 400 km2 (160 στρέμματα και πάνω) εντούτοις στο υπό μελέτη μοντέλο ενσωματώνονται και μικρότερης έκτασης πυρκαγιές, γεγονός που προβληματίζει τις πολιτικές πυρόσβεσης, κυρίως λόγω της δυσανάλογης με το μέγεθός τους προβολή τους από τα ΜΜΕ.
Μοντέλο «Άγριας Πυρκαγιάς» (Wildfire)
Το μοντέλο προσπαθεί να αναπαράγει της συμπεριφορά της «άγριας πυρκαγιάς» λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες όπως η ταχύτητα εξάπλωσης, η κατεύθυνση και η ποσότητα παραγόμενης θερμότητας μελετώνται όμως και παράγοντες όπως η μετατροπή της από έρπουσα σε επικόρυφη αλλά και ακραίες συμπεριφορές της φωτιάς (στροβιλισμούς, κολόνες, κλπ). Τέλος γίνεται προσπάθεια να εκτιμηθούν οι οικολογικοί και υδρολογικοί παράγοντες.
Η συμπεριφορά της «άγριας φωτιάς» εξαρτάται επίσης και από παράγοντες όπως ο καιρός, η ποιότητα της καύσιμης ύλης και η τοπογραφία της καιόμενης περιοχής.
Kαι φτάνουμε το 1985 στον «SMOKEY bear», την αρκούδα της πρόληψης, που κραυγάζει «ΜΟΝΟ ΕΣΥ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΣΕΙΣ ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΩΤΙΑ».
«Άγριες πυρκαγιές» δυστυχώς υπάρχουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης για διάφορους λόγους και αιτίες από την Ινδονησία, την Ιαπωνία, το Ισραήλ, την Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, τη Πορτογαλία, τη Πολωνία, τη Ρωσία, την πρώην ΕΣΣΔ, τη Βόρειο και τη Νότιο Αμερική αφήνοντας για το τέλος την Ελλάδα.
Οι Αυστραλοί τις ονομάζουν Bushfires (φωτιές θάμνων) και τις χωρίζουν σε Ορεινές και Πεδινές αλλά και στις δύο σαν αιτίες οι ίδιες, τα φυσικά στοιχεία (κεραυνοί) αλλά και οι εμπρησμοί (καύση γεωργικών υπολειμμάτων, κατασκηνωτές, τσιγάρα, σπίθες από μηχανήματα) και ανεξέλεγκτες «ελεγχόμενες» καύσεις. Στη σύγχρονη ιστορία της Αυστραλίας οι απώλειες από αυτού του είδους τις πυρκαγιές είναι τεράστιες σε θανάτους ανθρώπων, απώλειες ζωικού κεφαλαίου, περιουσίας (σπίτια, εγκαταστάσεις) και εκατομμυρίων στρεμμάτων καλλιεργήσιμης και μη γης.
Εδώ είναι το σημείο όπου πρέπει να διευκρινιστεί και ένας άλλος όρος Firestorm (καταιγίδα φωτιάς). Είναι μία φωτιά με ένταση τόσο δυνατή που δημιουργεί δικό της σύστημα ανέμων. Συνήθως αναφέρονται με αυτόν το χαρακτηρισμό πολύ μεγάλες Wildfires – Bushfires αλλά ιστορικά τα ίδια χαρακτηριστικά είχαν φωτιές που προκλήθηκαν από έκρηξη ιδιαίτερα μεγάλης και συγκεντρωμένης ποσότητας εκρηκτικών, όπως κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου μετά τους βομβαρδισμούς του Αμβούργου, της Δρέστης και του Τόκιο αλλά κυρίως με τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα.
Επί ελληνικού εδάφους τώρα για το ζουμί. Οι εκπομπές διοξειδίου του Άνθρακα (CO2) στην Ελλάδα συμβάλλουν κατά 85% στο σύνολο των αερίων του «θερμοκηπίου» (τα υπόλοιπα είναι μεθάνιο και οξείδια του αζώτου), ένα ποσοστό δεν λέει τίποτα, τα ελληνικά δάση απορροφούν όμως μόλις το 5% του παραγόμενου από άλλους τομείς CO2, (διότι και το δάσος παράγει CO2) τώρα έχουμε δύο ποσοστά και καλλίτερη εικόνα. Μετά τις πυρκαγιές του 2000 αλλά κυρίως του 2007 παρατηρήθηκε μείωση της απορροφητικότητας του CO2.
Το 48,5% των ελληνικών δασών αποτελείται από θάμνους (αείφυλλα), δηλαδή από υποβάθμιση άλλοτε υψηλών δασών, αποτέλεσμα ανθρωπογενών δραστηριοτήτων (πυρκαγιές, υπερβόσκηση, εκχερσώσεις για οικοδομήσιμη και γεωργική γη, ληστρική υλοτομία) τα οποία φτάνουν πλέον και στο υψόμετρο των 1000 μέτρων.
Αυτό το 48,5% αποδίδει το μόλις το 2% του εμπορεύσιμου ξύλου (ξυλοαπόθεμα).
Ο άνθρακας αποθηκεύεται τόσο στην υπέργεια όσο και στην υπόγεια βιομάζα των ειδών αλλά κυρίως στο έδαφος. Τα αείφυλλα σχετικά με το ξυλοαπόθεμά τους ανεβάζουν τα ποσοστά τους στην αποθήκευση άνθρακα. Ο άνθρακας αυτός είναι συγκράτηση CO2 και εδώ έχουμε πρόβλημα με τα αείφυλλα διότι έχουν τη μικρότερη δυνατότητα συγκράτησης CO2 από τα άλλα δασικά είδη. Το καλό νέο; Με κατάλληλη διαχείριση μπορούν να μετατραπούν σε ψηλά δάση με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες δέσμευσης CO2.
Σημείωση σημαντική: όταν καίγεται το δάσος καίγεται όλος ο άνθρακας και της βιομάζας και του εδάφους.
Τα αντίθετα ποσοστά τώρα τα πλέον καλά τα έχει Ερυθρελάτη αλλά καταλαμβάνει μόλις το 0,1% της έκτασης των ελληνικών δασών.
Μιλήσαμε για άγριες πυρκαγιές, μιλήσαμε για τις δυνατότητες του ελληνικού δάσους – δασικής έκτασης ας δούμε λίγο και το μέλλον.
Για να φτάσουμε στο δύσκολο συμπέρασμα ότι το μέλλον δεν προαναγγέλλεται καλό όσον αφορά τη ποσότητα και την καταστροφικότατη των πυρκαγιών. Με αποτέλεσμα πέραν των οικολογικών και οικονομικών καταστροφών την εμπέδωση συναισθημάτων ανασφάλειας στον πληθυσμό.
Πηγές: http://en.wikipedia.org
Για το Fire.gr, Χαράλαμπος Ζαφειρίου